- ενιαυτός
- ο год
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνιαυτός — anniversary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
οὑνιαυτός — ἐνιαυτός , ἐνιαυτός anniversary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτοῖν — ἐνιαυτός anniversary masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτοῖς — ἐνιαυτός anniversary masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτοῖσιν — ἐνιαυτός anniversary masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτοί — ἐνιαυτός anniversary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτοῦ — ἐνιαυτός anniversary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτούς — ἐνιαυτός anniversary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτῶ — ἐνιαυτός anniversary masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαυτῶν — ἐνιαυτός anniversary masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)